- φθορά
- η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς», πάπ.)3. φρ. «φθοράς τών ελευθέρων γραφή»(στο αττ. δίκ.) δίκη εναντίον εκείνου που σκότωνε έναν ελεύθερο πολίτηνεοελλ.1. (για πράγμ.) σταδιακή καταστροφή από την πολυκαιρία ή από την πολύχρονη χρήση, πάλιωμα («η φθορά τών παπουτσιών σου οφείλεται στο ότι τά φοράς συνεχώς»)2. μτφ. α) παρακμή («η φθορά τής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας»)β) απώλεια τού κύρους που επέρχεται σιγά σιγά («μετά από δέκα χρόνια στην εξουσία ήταν αναμενόμενο να υποστεί φθορά»)γ) μαρασμός («στην εξορία η ψυχική του υγεία υπέστη μεγάλη φθορά»)3. τεχνολ. προοδευτική απώλεια υλικού, οφειλόμενη στη μηχανική αλληλεπίδραση μεταξύ αμοιβαίων ολισθαινουσών επιφανειών υπό φορτίο (α. «φθορά συναφείας» β. «φθορά τριβής ή μηχανικής διάβρωσης» γ. «φθορά χημικής διάβρωσης» δ. «φθορά επιφανειακής κόπωσης»)4. φρ. «φθορά ξένης ιδιοκτησίας»(ποιν. δίκ.) η εκ προθέσεως καταστροφή ή βλάβη ξένου, ολικώς ή μερικώς, πράγματος, καθώς και η με οποιονδήποτε τρόπο ματαίωση τής δυνατότητας χρήσης τουαρχ.1. (για πρόσ. και για ζώο) θάνατος που οφείλεται κυρίως σε επιδημική νόσο, λ.χ. σε λοιμό2. (φιλοσ.) βαθμιαίος αφανισμός τής ύλης3. ατίμαση παρθένου, διακόρευση4. πιθ. φθίση, φυματίωση5. άμβλωση, έκτρωση6. ναυάγιο7. (στη ζωγραφική) ανάμιξη σταθερών χρωμάτων με άλλα για τη δημιουργία μιας χρωματικής παραλλαγής8. πτώση στην αμαρτία9. φρ. «Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾱς» — έργο τού Αριστοτέλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθορ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φθείρω* + κατάλ. -ά (πρβλ. φορ-ά: φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.